λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… … Dictionary of Greek
λευγαλέος — in sad masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέα — λευγαλέος in sad neut nom/voc/acc pl λευγαλέᾱ , λευγαλέος in sad fem nom/voc/acc dual λευγαλέᾱ , λευγαλέος in sad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέαι — λευγαλέος in sad fem nom/voc pl λευγαλέᾱͅ , λευγαλέος in sad fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέον — λευγαλέος in sad masc acc sg λευγαλέος in sad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέων — λευγαλέος in sad fem gen pl λευγαλέος in sad masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέως — λευγαλέος in sad adverbial λευγαλέος in sad masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέαις — λευγαλέος in sad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέη — λευγαλέος in sad fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέην — λευγαλέος in sad fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέης — λευγαλέος in sad fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)