λευγαλέος

λευγαλέος
λευγᾰλέος, α, ον, (v. λυγρός):
1 of persons, in sad or sorry plight, wretched,

πτωχῷ λ. ἐναλίγκιον Od.16.273

;

λ. ἐσόμεσθα 2.61

. Adv. -έως, χωρεῖν to go in ill plight, Il.13.723
.
II of conditions, etc., sore, baneful, νῦν δέ με λ. θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, i.e. by drowning, 21.281, cf. Od.15.359; κήδεσιν . . λευγαλέοισι ib.399;

ἄλγεσι λ. 20.203

;

πολέμοιο μεθήσετε λ. Il.13.97

;

ἐν δαῒ λ. 14.387

;

φρεσὶ λ. πιθήσας 9.119

;

λ. ἐπέεσσιν 20.109

;

ἤθεα λ. Hes.Op.525

; ποινή ib.754;

κόρος Thgn.1174

;

ἀνῖαι A.R.1.295

;

κέντρον Nic.Th. 836

.
2 rarely of material objects, λ. χιτών sorry tunic, Philet. 17.
3 λευγαλέα· διάβροχος, Phot., cf. EM561.28 (prob. an error due to misunderstanding of S.Fr.785).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …   Dictionary of Greek

  • λευγαλέος — in sad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέα — λευγαλέος in sad neut nom/voc/acc pl λευγαλέᾱ , λευγαλέος in sad fem nom/voc/acc dual λευγαλέᾱ , λευγαλέος in sad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέαι — λευγαλέος in sad fem nom/voc pl λευγαλέᾱͅ , λευγαλέος in sad fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέον — λευγαλέος in sad masc acc sg λευγαλέος in sad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέων — λευγαλέος in sad fem gen pl λευγαλέος in sad masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέως — λευγαλέος in sad adverbial λευγαλέος in sad masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέαις — λευγαλέος in sad fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέη — λευγαλέος in sad fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέην — λευγαλέος in sad fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέης — λευγαλέος in sad fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”